ριγώνω

ριγώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, κάνω ίσιες γραμμές με ρίγα, χαρακώνω:Τον παρακάλεσε να του ριγώσει μια μεγάλη κόλλα. Ουσ. ρίγωμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριγώνω, χαράκωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ριγώνω — και ρηγώνω Ν [ρίγα / ρήγα] σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • ρίγωμα — και ρήγωμα, το, Ν [ριγώνω / ρηγώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριγώνω …   Dictionary of Greek

  • αραδώνω — κάνω αράδες, ριγώνω …   Dictionary of Greek

  • γραμμογραφώ — ( έω) σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • γραμμώνω — σύρω γραμμές, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • παραρ(ρ)ιγώ — όω, Α ριγώνω δίπλα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ρηγώνω — Ν βλ. ριγώνω …   Dictionary of Greek

  • ριγωτός — ή, ό, Ν [ριγώνω] αυτός που έχει ρίγες, ο ριγέ …   Dictionary of Greek

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”